- ημικρανικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την ημικρανία: Ημικρανικοί πόνοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἡμικρανικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημικρανικός — ή, ό (AM ἡμικρανικός, ή, όν) [ημικρανία] αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει στην ημικρανία ως ουσ. αυτός που πάσχει συχνά από ημικρανία αρχ. φρ. «ἡμικρανικὰ φάρμακα» τα φάρμακα κατά τής ημικρανίας … Dictionary of Greek
ἡμικρανικῶν — ἡμικρανικός of fem gen pl ἡμικρανικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικόν — ἡμικρανικός of masc acc sg ἡμικρανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικοῖς — ἡμικρανικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικούς — ἡμικρανικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικρανικῶς — ἡμικρανικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ἡμικρανικάς — ἡμικρανικά̱ς , ἡμικρανικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)